ἰσόφωτον

ἰσόφωτον
ἰσόφωτον
eyesalve
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισόφωτος — ἰσόφωτος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει το ίδιο φως, αυτός που φωτίζει εξίσου με κάποιον άλλο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόφωτον ονομασία αλοιφής τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φωτος (< φως, τός), πρβλ. ετερό φωτος, πλησί φωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”